μοσχίας — μοσχίας, ὁ (ΑΜ) μσν. κριάρι τριών ετών που μοιάζει με μικρό μόσχο αρχ. (για νεογνά ζώων) όμοιος με μικρό μόσχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + επίθημα ίας, που δηλώνει ονομ. ζώων (πρβλ. αστερ ίας, καρχαρ ίας)] … Dictionary of Greek
μοσχία — μοσχίᾱ , μόσχιος of a calf fem nom/voc/acc dual μοσχίᾱ , μόσχιος of a calf fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μοσχίᾱ , μοσχίας like a calf masc nom/voc/acc dual μοσχίας like a calf masc voc sg μοσχίᾱ , μοσχίας like a calf masc voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοσχίαι — μοσχίᾱͅ , μόσχιος of a calf fem dat sg (attic doric aeolic) μοσχίας like a calf masc nom/voc pl μοσχίᾱͅ , μοσχίας like a calf masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοσχίαν — μοσχίᾱν , μόσχιος of a calf fem acc sg (attic doric aeolic) μοσχίᾱν , μοσχίας like a calf masc acc sg (attic epic doric aeolic) μοσχίας like a calf masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοσχίᾳ — μοσχίᾱͅ , μόσχιος of a calf fem dat sg (attic doric aeolic) μοσχίαι , μοσχίας like a calf masc nom/voc pl μοσχίᾱͅ , μοσχίας like a calf masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… … Dictionary of Greek
μοσχίου — μόσχιος of a calf masc/neut gen sg μοσχίας like a calf masc gen sg μοσχίον young calf neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)